Με οδηγό το φακό έξι μεγάλων Ελλήνων φωτογράφων, θα επιχειρήσουμε μια περιήγηση στον 20ο αιώνα και στους ρόλους, στη θέση, στην αποδοχή ή απόρριψη που αντιμετωπίζει η γυναίκα, μια γυναίκα με ρόλους πολλούς αλλά χωρίς αναγνώριση.
Αφηγούνται η Nelly’s, ο Δημήτρης Λέτσιος, ο Σπύρος Μελετζής, ο Κώστας Μπαλάφας, ο Τάκης Τλούπας, η Βούλα Παπαϊωάννου. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν την πορεία του φωτογραφικού φακού τους.
Η Nelly’s η πρώτη Ελληνίδα γυναίκα φωτογράφος γεννημένη, το 1899 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η ίδια κόρη μιας από τις ευπορότερες οικογένειες του Αϊδινιού, φεύγει αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή για τη Δρέσδη όπου σπουδάζει φωτογραφία. Είναι μια καλλίτεχνις και οι φωτογραφίες της είναι η ίδια η ζωή με τη μεγαλοπρέπεια ή την απλότητά της.
Γνωστές προσωπικότητες της λεγόμενης υψηλής κοινωνίας ποζάρουν μπροστά στο φακό της,
αλλά κυρίως την έλκει η ομορφιά του ανώνυμου πλήθους. Καταγράφει τα στερεότυπα, όπως την αμυντική γυναίκα και του επιθετικού άντρα στο στιγμιότυπο αυτό από το παζάρι και το γκρέμισμά τους.
Άλλωστε και η ίδια αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναίκας που γκρεμίζει τις «πύλες της Ιεριχούς» για να φανεί ένας καινούργιος κόσμος, αφού στις αρχές του 20ου αιώνα τολμά να εισδύσει σ’ ένα κόσμο καθαρά ανδρικό, τον κόσμο της φωτογραφίας και να δώσει σε αυτήν όλο το πάθος και την αφοσίωσή της.
Φωτογραφίζει ηθοποιούς, όπως την μεγάλη Κατίνα Παξινού και γυναίκες της μεγαλοαστικής τάξης που σε συντηρητικές εποχές φέρουν
ήδη τον αέρα της τάξης τους και τα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά .
Τολμά στη δεκαετία του 20 να φωτογραφίσει χορεύτριες, όπως η Nikolska, ημίγυμνες με αραχνοΰφαντα πέπλα
πάνω στην Ακρόπολη, άθλος για την εποχή και σκάνδαλο. Βεβήλωση χαρακτηρίζει το γεγονός ο τύπος της εποχής,
αλλά ο Παύλος Νιρβάνας αντιδρά διαμαρτυρόμενος «εν ονόματι των Ολυμπίων θεών», οι οποίοι όχι μόνο
περπατούσαν γυμνοί «αλλά και θεόγυμνοι ελατρεύοντο εις τους ναούς των», όπως γράφει ο ίδιος
χαρακτηριστικά.
Γυναίκες στηρίζουν το χορό σε αρχαίες τραγωδίες στις Δελφικές Γιορτές, είναι ήδη μοντέλα σε επιδείξεις μόδας, πηγαίνουν σε χορούς
φορώντας πολυτελείς τουαλέτες και πολύτιμα κοσμήματα.
Και απέναντι σε αυτές τις γυναικείες παρουσίες της πρωτεύουσας, στην ελληνική επαρχία ζει ένας άλλος κόσμος, ο κόσμος της ανώνυμης
γυναίκας. Εκεί φωτογραφίζει κοπέλες με τις φορεσιές τους, σώματα φυλακισμένα σε βαριά ρούχα. Γυναίκες να κουβαλούν νερό στον ώμο τους
ή να αλέθουν στάρι στον χειρόμυλο, να θερίζουν και να τρυγούν.
Φωτογραφίζει τη μητρότητα να συνυπάρχει με τη σκληρή δουλειά την ώρα του θερισμού ή όταν η μάνα πλέκει καλάθια.
Ποιος μπορεί λοιπόν να μιλήσει για ίσες κοινωνικά γυναίκες ή ποια μπορεί να πει ότι η γυναίκα κατέκτησε την
ισότητα όταν άρχισε να εργάζεται ισότιμα; Αυτές οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο από ισότιμα αλλά γι’ αυτές
η ισότητα είναι λέξη άγνωστη, όπως μαρτυρούν και οι γυναίκες της γης, που τις φωτογραφίζει ένας άντρας φωτογράφος
αυτή τη φορά, ο Δημήτρης Λέτσιος στη Θεσσαλία.
Ντυμένες με ρούχα μάλλινα, βαριά, με τα μαλλιά φυλακισμένα σε μαύρη μαντίλα, γιατί όλες οι παντρεμένες τη φορούν
για να δείξουν ότι είναι «καπαρωμένες», όπως λένε. Χέρια ροζιασμένα από τη δουλειά, νύχια φαγωμένα.
Σπίτι, παιδιά, ζώα που θέλουν τάϊσμα, πότισμα, άρμεγμα. Το χωράφι θέλει κι αυτό χέρια. Το σπίτι έχει
δουλειές. Το πλύσιμο των ρούχων στο ποτάμι. Το ψωμί που για να ζυμωθεί θέλει χρόνο και κούραση.
Και πίσω απ’ όλα αυτά οι γυναίκες που ξυπνούν αχάραγα για να προλάβουν.
Από το στόμα τους βγαίνουν οι μεγάλες αλήθειες της ζωής τους. «Στα δικά μου τα χρόνια η ζωή της γυναίκας ήταν σκέτη τυράγνια. Δουλειά πολλή και απόλαψη καμία. Εμείς άλλο από δουλειά δεν ξέραμε» λέει η γιαγιά Αγορίτσα, αλλά βγάζει
και όλη τη σοφία της λέγοντας ότι σήμερα "η γυναίκα θέλει σώνει και καλά να οντίσει, δηλαδή να μοιάσει με
τον άντρα. Όμως η γυναίκα έχει τη δική της αξία".
Όσο για τη μόρφωσή τους, ακούμε τις γυναίκες της γης να λένε : "Μου είπε η μάνα μου: Εσύ είσαι κορίτσι.
Θα παντρευτείς, άσε να σπουδάσουμε τον αδερφό σου. Αυτός είναι άντρας".
Και μια άλλη γυναίκα, η Βαΐτσα λέει: "Εμείς οι γυναίκες, εκτός από τη λάτρα και τη μαγειρική, είχαμε
αναλάβει και τα παιδιά. Οι άντρες έφευγαν για τη δουλειά, εμείς στο σπίτι. Αλλά επειδή είχαμε πρόβατα,
δουλεύαμε και το μαλλί. Την υφαντική την είχαμε αναλάβει εμείς οι γυναίκες. Χαράματα καθόμασταν στον
αργαλειό και άμα δε νύχτωνε δεν σηκωνόμασταν.
Κι άμα θέλαμε καμιά δεκάρα, κοιτάζαμε πότε θα είχε τα κέφια του ο πεθερός για να του τη ζητήσουμε. Αυτός
κρατούσε το πουγκί. Αλλά κι εμείς οι γυναίκες με τους άντρες μας δεν είχαμε πολλά-πολλά. Λίγες κουβέντες.
Εκείνα τα χρόνια τις γυναίκες τις είχαν σαν τα ζώα. Μόνο για να κάνουν παιδιά.
Η Φωτεινή μιλάει πάντα με το βλέμμα χαμηλωμένο, γιατί όπως λέει, "από κοπελούδα μου το 'χουν
απαγορέψει να κοιτάζω κατάματα τους ανθρώπους.
Για το πώς παντρεύονταν μιλάει η Ουρανία. Τον άντρα μου τον πήρα από προξενιό. Αυτός και ο μπάρμπας
μου τα κανόνισαν στην προίκα, σε όλα. Εμένα δεν μου είπαν τίποτα. Αλλά και της μάνας μου της ήρθε
παράξενο, δεν με είχε ακόμα για παντρειά, αλλά μιας και το είχαν κανονίσει έτσι οι άντρες,
δεν είπε τίποτε."
Η Λεμονιά αφηγείται το καλύτερο. Είχαμε στο σπίτι ένα βιολί, το έπαιρνα κρυφά εγώ και ζίγκα-ζίγκα έπαιζα,
όταν ήμουν μικρή. Μια μέρα έρχεται ο πατέρας μου, μου τ' αρπάζει από τα χέρια και το ρίχνει στη φωτιά.
"Δεν τ' αντέχω αυτό το ρεζιλίκι, λέει, πού ξανακούστηκε κορίτσι και να παίζει βιολί;"
Αυτές οι γυναίκες, λοιπόν, αφηγούνται με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη θέση τους στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα,
τη δουλειά τις καθημερινές και την ανάπαυλά, στις γιορτές. Σ' αυτές ανήκουν και οι δύο τούτες γυναίκες που
έζησαν και είδαν με τα μάτια τους την εποχή της μεγάλης αγροτικής εξέγερσης, στο Κιλελέρ το 1910.
Ο Σπύρος Μελετζής κάνει την πρώτη γνωριμία με τη φωτογραφία το 1923. Τον γοητεύουν τα ταξίδια και
η γνωριμία με την ελληνική ύπαιθρο, τα τοπία της, τη ζωή των κατοίκων με το γέλιο, το μόχθο, το δάκρυ.
Περπατά λοιπόν και αγγίζει όλη την Ελλάδα. Σε αυτά τα ταξίδια δεν ξεχνά να τιμά τη γυναίκα σε όλες τις
εμφάσεις της ζωής της.
Γυναίκες που κουβαλούν κάδους με αλάτι στις αλυκές της Λευκάδας, τη μικρή βοσκοπούλα που διασκεδάζει
τις ώρες της μοναξιάς της παίζοντας αυλό, σαρακατσάνες που γνέθουν, υφαίνουν, πλέκουν καθισμένες
κατάχαμα έξω από τις αχυρένιες καλύβες τους,
άλλες να βελονιάζουν καπνό, να πουλούν το περίσσευμά
τους στο παζάρι, ακόμα και να στρώνουν δρόμους την εποχή της ανασυγκρότησης της Ελλάδας τη
δεκαετία του '50.
Αυτές οι γυναίκες μπορεί να είναι οι ίδιες που την περίοδο της Εθνικής αντίστασης είτε πολέμησαν
είτε κουβάλησαν εφόδια στους αγωνιστές πάνω στα βουνά. Ωστόσο μετά τον πόλεμο, ξαναγύρισαν στη
σιωπή που τους επέβαλε ο κόσμος που είχε φτιαχτεί για άντρες και θα συνέχιζε για κάποιες δεκαετίες να λειτουργεί
ακόμη μόνο για τους άντρες.
Μοναδική ανάπαυλα για τις γυναίκες αυτές είναι το πανηγύρι, εκδήλωση κοινωνική με όλα τα "πρέπει"
που επιβάλλει ο κοινωνικός περίγυρος θεατής.
Τις γυναίκες σε ώρες θρήνου για τους νεκρούς τους, ή σε στιγμές θρησκευτικότητας καταγράφει
ο φακός του Κώστα Μπαλάφα, του μεγάλου ανθρωπιστή φωτογράφου του 20ου αιώνα.
Η κυριότερη όμως πρώτη ύλη της φωτογραφίας του είναι η ελληνίδα μάνα, η ανώνυμη γυναίκα που
αναδύεται μέσα από το ομιχλώδες τοπίο τη μεταπολεμικής Ελλάδας σαν τραγικό πρόσωπο.
Όταν μέσα από τα ερείπια η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί όρθια, εκεί η ελληνίδα μάνα δίνει το δυναμικό
"παρών". Το μνήμα υπογραμμίζει την οριστική και θανάσιμη απώλεια, το μαύρο ρούχο, εκτός από το
προφανές του θανάτου, δίνει το λιτό και σοβαρό της ζωής της.
Μας οδηγεί ο Κώστας Μπαλάφας να δούμε τη μάνα σαν το πρόσωπο-κλειδί στην ερμηνεία και
κατανόηση του μεταπολεμικού σκηνικού της Ελλάδας. Οι φωτογραφίες του έχουν σαφή κοινωνιολογικό χαρακτήρα,
καθώς προσπαθούν να προσδιορίσουν τη θέση της γυναίκας και μάνας, αναδεικνύοντας το ζωτικό της ρόλο
στον πυρήνα της οικογένειας, την ισχυρή της παρουσία μέσα στην τοπική κοινωνία, την ισότιμη συμμετοχή της
στις δουλειές της γη, την πίστη στην πατρίδα και την τήρηση τω εθίμων.
Ο Τάκης Τλούπας, ο ευαίσθητος οραματιστής φωτογράφος, αποτυπώνει στο έργο του τον σκληρό μόχθο της ζωής.
Η φωτογραφία του είναι ανθρωποκεντρική όταν αποθανατίζει τη γερόντισσα να παλεύει ν' ανάψει τη φωτιά
για να βάλει επάνω το τσουκάλι με το φαΐ , ή τις γυναίκες να ταλαιπωρούνται αφάνταστα για να πλύνουν τις φλοκάτες
στο ποτάμι, το θερισμό στο θεσσαλικό κάμπο ή τις "κουτσομπόλες" τού χωριού, όπως καταγράφει ο ίδιος.
Η Βούλα Παπαϊωάννου, τέλος μια αστή φωτογράφος που έζησε μέχρι 1990, κατέγραψε με το φακό της
την Ελλάδα από το 1940 ως το 1960 και κυρίως τις εφιαλτικότερες μέρες της κατοχής, που ενεργοποίησαν
την κοινωνική συνείδηση και αφύπνισαν την ευθύνη της καταγραφής του αγώνα που έδινε ο λαός της χώρας
μας.
Ο φακός της γίνεται μάρτυρας και κοινωνός της φροντίδας των πρώτων τραυματιών του πολέμου
με πρωταγωνίστριες τις ελληνίδες νοσοκόμες αλλά και της πείνας που μαστίζει από το 1941 κυρίως
την Αθήνα και κάνει την ελληνίδα μάνα μια τραγική φιγούρα, που δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι το
παιδί της αύριο θα ζει.
Στο έργο του κοινωνικού προβληματισμού ανήκει και η φωτογραφία με τις μαυροφορεμένες γυναίκες του
Διστόμου μετά την καταστροφή του 1945 του Διστόμου, που χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα ωμότερα εγκλήματα
του πολέμου, αλλά και οι φωτογραφίες από την περίοδο της ανασυγκρότησης στις οποίες καταγράφει
τη γυναίκα να σπάζει πέτρα για την κατασκευή δρόμων, ή αυτές τις σύγχρονες
Καρυάτιδες που δουλεύουν επίσης σε συνεργείο οδοποιίας, κάπου στην Ήπειρο.
Στον κόσμο που ξετύλιξαν μπροστά μας με το φακό τους οι μεγάλοι έλληνες φωτογράφοι, η γυναίκα
βρίσκεται παντού. Γυναίκα του μόχθου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού στηρίζει το σπίτι, μεγαλώνει
τα παιδιά και παράλληλα δουλεύει ισότιμα, χωρίς όμως ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά δικαιώματα.
Για τη γυναίκα αυτή, και όταν πια αρχίζει να δουλεύει έξω από το σπίτι, η υφαντουργία θεωρείται
ο χώρος που ταιριάζει αρχικά στη φύση της ... και όσο για το μεροκάματο ... 7 μέχρι 12 δραχμές είναι το αντρικό, 2 μέχρι 9 δραχμές το γυναικείο,
στη δεκαετία του 1920, για ίση όμως εργασία. Αυτές τις πρώτες κλωστοϋφαντουργούς φωτογραφίζει η Nelly's .
Τώρα,
Τυπικά, η ισότητα των φύλων κατοχυρώθηκε με τη δημοσίευση στις 18 Φεβρουαρίου 1983, στο φύλλο
25 Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του νόμου 1329, που είναι η εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών
στον Αστικό Κώδικα, στην εμπορική Νομοθεσία και στον κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και
μερικός εκσυγχρονισμός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο.
Στην πράξη όμως πολλά μένουν να γίνουν ακόμη και το έτος 2007.
Υπεύθυνη καθηγήτρια - Επιλογή φωτογραφιών Χρύσα Kαπιολδάση Παραγωγή βίντεο - Mουσική επιμέλεια
Βασίλης Αναστόπουλος
Καθηγητής Πληροφορικής ΠΕ19 Για την παραγωγή του DVD τα κείμενα διάβασαν οι
Λουκάς Mπούλαρης Γ2
Aμαλία Σουμάνη Γ3